Γερμανία

Ο βάτραχος που έγινε πρίγκιπας 

λαϊκό παραμύθι από την Γερμανία

   Τον παλιό καλό καιρό, ζούσε ένας βασιλιάς. Όλες oι κόρες του ήταν πανέμορφες, η μικρότερη όμως ήταν τόσο όμορφη, ώστε ακόμα κι ο ήλιος τη θαύμαζε κάθε φορά που αντίκριζε το πρόσωπο της.

Κοντά στον πύργο του βασιλιά ήταν ένα μεγάλο και σκοτεινό δάσος. Και μέσα στο δάσος ανάβλυζε μια πηγή τις πολύ ζεστές μέρες λοιπόν η κόρη του βασιλιά πήγαινε στο δάσος και καθόταν να δροσιστεί πλάι στα νερά της. Και για να περνάει την ώρα της, είχε ένα χρυσό τόπι, που το πετούσε ψηλά και το ΄πιανε πάλι. Το τόπι αυτό ήταν το πιο αγαπημένο της παιχνίδι.

Κάποια φορά όμως το χρυσό τόπι της ξέφυγε κι έπεσε μέσα στα νερά της πηγής. Τότε η βασιλοπούλα άρχισε να κλαίει. Ένας βάτραχος άκουσε το κλάμα της και της είπε: ” Ησύχασε κι άλλο μην κλαις. Εγώ θα σε βοηθήσω. Αλλά τι θα μου δώσεις, αν σου φέρω πίσω το χρυσό σου τόπι; »? “Ό,τι κι αν μου γυρέψεις, καλέ μου βάτραχε, θα σ? το δώσω! », απάντησε η βασιλοπούλα. Ο βάτραχος τότε είπε :” Δεν Θέλω ούτε τα φορέματα σου, ούτε τα μαργαριτάρια σου ούτε τη χρυσή κορόνα που φοράς. Θέλω να μ’ αγαπάς: Να μ αφήνεις να κάθομαι δίπλα σου στο τραπέζι σου, να τρώω από το χρυσό πιατάκι σου και να κοιμάμαι στο κρεβατάκι σου. Αν μου τα υποσχεθείς όλα αυτά, τότε θα βουτήξω ως τον πάτο και θα σου φέρω πίσω το χρυσό σου τόπι ». ? « Αχ, ναι », είπε η βασιλοπούλα, ” σου υπόσχομαι πως θα έχεις ό.τι θελήσεις φτάνει να μου ξαναφέρεις το χρυσό μου τόπι ».

Ο βάτραχος τότε βούτηξε και πριν περάσει πολλή ώρα, ξαναβγήκε κρατώντας στο στόμα του το χρυσό τόπι. Η κόρη, καταχαρούμενη που ξανάβρισκε το ωραίο της παιχνίδι, το άρπαξε στα χέρια της κι έφυγε τρέχοντας. Τρέχοντας γύρισε στο παλάτι και ξέχασε αμέσως τον καημένο το βάτραχο.

Την άλλη μέρα, μόλις κάθισε στο τραπέζι μαζί με το βασιλιά μόλις άρχισε να τρώει απ το χρυσό της το πιατάκι, να σου ξάφνου, πλιτς πλατς, κάτι που ανέβαινε σερνόμενο τις μαρμάρινες σκάλες του παλατιού. Κι όταν έφτασε πάνω, χτύπησε την πόρτα και φώναξε : « Βασιλοπούλα, μικρή βασιλοπούλα, άνοιξε μου ! » Η πεντάμορφη έτρεξε να δει ποιος χτυπούσε. Αλλά όταν άνοιξε την πόρτα, αντίκρισε μπροστά της το βάτραχο. Αμέσως σφάλισε την πόρτα, τη μαντάλωσε όσο πιο γρήγορα μπορούσε και κάθισε πάλι στο τραπέζι. Η καρδιά της όμως είχε παγώσει από το φόβο. Ο βασιλιάς κατάλαβε ότι η μικρή του κόρη έτρεμε απ την τρομάρα της και τη ρώτησε : ” Παιδί μου, ποιος είναι; » ? ” Αχ, πατέρα », αποκρίθηκε εκείνη. «Είναι ένας απαίσιος βάτραχος». ? « Και τι θέλει ο βάτραχος από σένα;» ? «Αχ, πατέρα μου καλέ, χτες που ήμουνα στο δάσος κι έπαιζα πλάι στην πηγή, έχασα το χρυσό μου τόπι μέσα στα νερά. Έβαλα τα κλάματα, κι ο βάτραχος, που μ άκουσε, βούτηξε και μου τό ‘φερε πίσω. Κι επειδή επέμενε πολύ. τού ‘ταξα πως θά  τον αγαπώ».

Ο βασιλιάς τότε είπε : « Όταν δίνεις το λόγο σου, πρέπει να τον κρατάς. Πήγαινε και άνοιξε του». Η βασιλοπούλα πήγε, λοιπόν, και του άνοιξε, κι ο βάτραχος μπήκε χοροπηδώντας και την ακολούθησε μέχρι την καρέκλα της. Εκεί στάθηκε και φώναξε: ” Σήκωσε με και πάρε με κοντά σου “. Η βασιλοπούλα δίστασε ώσπου ο βασιλιάς την πρόσταξε να το κάνει. Όταν ο βάτραχος βρέθηκε στην καρέκλα, ήθελε ν’ ανέβει στο τραπέζι. Κι όταν ανέβηκε και στο τραπέζι, είπε στη βασιλοπούλα: ” Σπρώξε τώρα πιο κοντά το χρυσό πιατάκι σου, για να φάμε μαζί». Η όμορφη βασιλοπούλα έκανε πράγματι αυτό που της ζήτησε, αλλά φαινόταν πως το έκανε με κρύα καρδιά.

Στο τέλος της είπε : «Έφαγα και χόρτασα και τώρα είμαι κουρασμένος. Πήγαινε με λοιπόν στην κάμαρα σου και στρώσε τα μεταξωτά σεντόνια στο κρεβατάκι σου, να πέσουμε για ύπνο ». Η βασιλοπούλα έβαλε τα κλάματα. Όχι και να κοιμηθεί μαζί του στο ίδιο κρεβάτι! Ο βασιλιάς όμως θύμωσε και είπε: «Αυτόν που σε βοήθησε όταν είχες την ανάγκη του, δεν πρέπει μετά να τον ξεχνάς και να τον περιφρονείς». Τότε τον πήρε κι εκείνη με τα δυο της δάχτυλα, τον ανέβασε στην κάμαρα της και τον άφησε σε μια γωνιά.

Όταν όμως πλάγιασε στο κρεβατάκι της, εκείνος σύρθηκε κοντά της και της είπε : «Είμαι κουρασμένος, πάρε με κοντά σου». Εκείνη τότε θύμωσε τόσο πολύ, που τον άρπαξε και τον έριξε κάτω». Να όμως που ξαναπέφτοντας ο βάτραχος, δεν ήταν βάτραχος πια. Ήταν ένα βασιλόπουλο με όμορφα, καλοσυνάτα μάτια.  Της διηγήθηκε τότε εκείνος πως μια κακιά μάγισσα τον είχε καταραστεί να έχει μορφή βατράχου και κανείς δεν θα μπορούσε να τον σώσει απ’ την κατάρα της, παρά μονάχα η αγάπη της μικρής βασιλοπούλας!

Η βασιλοπούλα παντρεύτηκε το βασιλόπουλο κι αν δεν έχουνε χαθεί, ακόμα θε’ να ζουν μαζί!