Ελλάδα

Φύλλο, φύλλο της κουκιάς

λαϊκό παραμύθι από την Μήλο, Ελλάδα 

Μια φορά κι έναν καιρό, ήτανε ένας γέρος και μια γριά. Αφού ξύπνησε ο γέρος ένα πρωί λέει στη γριούλα του:

? Γριούλα μου, θα πάω να σκάψω το αμπελάκι μου, αλλά να μου δώσεις και δυο – τρία κουκιά να τα φυτέψω.

? Ναι, γεροντάκι μου, πάρ’ τα.

Παίρνει ο γέρος την αξίνα του και ξεκινάει για το αμπέλι του να σκάψει. Στο δρόμο βρίσκει ένα πηγάδι και πάει να πιει νερό, να ξεδιψάσει. Καθώς έσκυψε, πέφτει ένα κουκί μέσα. Επειδή δεν είχε και πολλά, προσπάθησε να το βγάλει. Προσπάθησε, προσπάθησε, τίποτα όμως! «Άσε, σκέφτηκε, θα πάω να σκάψω το αμπέλι μου, να φυτέψω τα υπόλοιπα κουκιά και στο γυρισμό θα το βγάλω».

Πάει σκάβει το αμπέλι του, φυτεύει τα κουκιά και γυρίζοντας, τι να δει; Να δει μια κουκιά που να φτάνει μέχρι τον ουρανό! Άρχισε λοιπόν ο γέρος κι έλεγε: «Φύλλο, φύλλο της κουκιάς, ανέβασέ με πιο ψηλά! Φύλλο, φύλλο της κουκιάς, ανέβασέ με πιο ψηλά!», ώσπου ανέβηκε στην κορφή! Και τι να δει; Να δει τον Ήλιο και το Φεγγάρι!

? Γεροντάκι μου, λέει ο Ήλιος, ποιος είναι ο καλύτερος, εγώ ή το Φεγγάρι;

? Εσύ, Ήλιε μου, του λέει ο γέρος.

? Εντάξει, τότε πάρε έναν πετεινό και κάθε μέρα θα σου κάνει μια λίρα.

Ο γέρος ευχαριστημένος είπε: «Φύλλο, φύλλο της κουκιάς, κατέβασέ με χαμηλά! Φύλλο, φύλλο της κουκιάς, κατέβασέ με χαμηλά!» κι έτσι κατέβηκε στη γη.

Χαρούμενος πάει στο σπίτι και λέει στη γριά του:

? Γριούλα μου, έχω φέρει έναν πετεινό που μου τον έδωσε ο Ήλιος και κάθε μέρα αντί για κουτσουλιά θα μας κάνει μια λίρα!

? Μα λες αλήθεια, γέρο μου;

? Αλήθεια σου λέω!

Πράγματι, κάθε μέρα ο πετεινός έκανε τη λίρα!

Ήθελαν λοιπόν να ευχαριστήσουνε τον πετεινό και τον πήγανε στο χρυσοχόο να τον χρυσώσουνε!

? Θέλω να μου τονε χρυσώσεις, είπε ο γέρος στο χρυσοχόο, γιατί κάθε μέρα μου κάνει μια λίρα.

? Εντάξει, γεροντάκι μου.

Εκείνος, όμως, αντί να χρυσώσει τον πετεινό, που έκανε τη λίρα, χρύσωσε έναν άλλο που έκανε την κουτσουλιά.

Πήγε ο γέρος και πήρε τον πετεινό, μα όταν έφτασε σπίτι, αντί για λίρα, ο πετεινός έκανε κουτσουλιά! Πάει πίσω στο χρυσοχόο και του λέει:

? Φέρε μου τον πετεινό!

? Μα, σου τον έδωσα!

? Φέρε μου τον πετεινό! Αυτός εδώ δεν είναι ο πετεινός μου!

Τέλος πάντων, λογοφέρανε αλλά ο χρυσοχόος δεν του έδωσε τον πετεινό.

Πάει πάλι ο γέρος στην κουκιά και λέει: «Φύλλο φύλλο της κουκιάς, ανέβασέ με πιο ψηλά!». Ανέβηκε στην κορφή κι είδε τον Ήλιο και το Φεγγάρι.

Είπε το πάθημά του και ο Ήλιος του είπε:

? Θα σου δώσω έναν κόπανο, που είναι μαγικός. Άμα του λες «δώσ’ του» θα στυλιαρώνει κι άμα του λες «σταμάτα» θα σταματά.

Το παίρνει ο γέρος και λέει πάλι: «Φύλλο φύλλο της κουκιάς, κατέβασέ με χαμηλά!», κατέβηκε κάτω στη γη.

Πριν ξεκινήσει για το χρυσοχόο, δοκίμασε τον κόπανο. Λέει «δώσ’ του» κι αρχίζει ο κόπανος να τον στυλιαρώνει. Λέει «σταμάτα» και σταματάει.

Πάει, λοιπόν, στο χρυσοχόο και του λέει:

? Θα μου δώσεις τον πετεινό;

? Όχι.

? Όχι;

Πετάει μέσα τον κόπανο, «δώσ’ του, δώσ’ του!». Κι ο χρυσοχόος άρχισε να φωνάζει: «θα σου τον δώσω, θα σου τον δώσω!».

Κι έτσι, τελικά, πήρε τον πετεινό που κάθε μέρα έκανε τη λίρα και πήγε πάλι ευχαριστημένος στο σπίτι με τη γριούλα του και ζήσανε αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα!