Βουλγαρία

Το ζεστό γαντάκι

λαϊκό παραμύθι από την Βουλγαρία

     Για την Πρωτοχρονιά η μαμά χάρισε στον Τόσα ένα ζευγάρι κίτρινα μάλλινα γαντάκια. Είχαν μόνο ένα δάχτυλο αλλά ήταν ελαφρά,μαλακά και ζεστά. Για να τα φτιάξει, η μαμά ξήλωσε το πουλόβερ της αδερφής του επειδή, τόσο ωραίο μαλλί, πουθενά δεν θα μπορούσε να βρει. Στο επάνω μέρος κέντησε δυο σκυλάκια με κόκκινη κλωστή.Δεν είναι ζωντανά αλλά μοιάζουν πολύ στο Φοβητσιάρη. Θα ρωτήσετε βέβαια ποιός είναι ο Φοβητσιάρης. Είναι αληθινό σκυλί. Ζει στο ξύλινο σπιτάκι κάτω από τη μηλιά και φυλάει το σπίτι. Δε φοβάται τίποτα. Μόνο τη νύχτα φοβάται το σκοτάδι και γαβγίζει χωρίς λόγο. Είναι τόσο πονηρός όσο κανένα άλλο σκυλί! Αν πετάξεις το σκούφο σου στο δρόμο,θα τρέξει στη στιγμή,θα τον πιάσει με το στόμα του και θα σου τον φέρει.Δεν τον αφήνει στο έδαφος αλλά κάθεται στα πίσω πόδια του και στον δίνει στα χέρια.

?Πάρε γιε μου? είπε η μαμά και έδωσε τα γαντάκια στον Τόσα. ?Να σου ζεσταίνουν τα χέρια όταν πηγαίνεις στη χιονοτσουλήθρα.Αλλά πρόσεχε να μην τα χάσεις γιατί στα δίνω απ΄ την καρδιά μου!?

Σαν να του είπε η μαμά: “Πήγαινε, Τόσα, τρέξε στη χιονοτσουλήθρα για να χάσεις τα γάντια”.
Και ακριβώς αυτό έκανε ο Τόσα. Έσυρε το έλκυθρο προς το λόφο που ήταν η χιονοτσουλήθρα και τσούλησε τρεις φορές γρήγορα σαν τον άνεμο. Την τέταρτη φορά, όμως, το έλκυθρο αναποδογύρισε και ο Τόσα βούτηξε με το κεφάλι στο χιόνι. Σηκώθηκε,τίναξε τα ρούχα του και επειδή κρύωνε, έψαξε στις τσέπες του να βρει τα γαντάκια της μαμάς.Βρήκε το ένα αλλά το άλλο έλειπε! Ξεκίνησε να το ψάχνει σε όλη τη χιονοτσουλήθρα αλλά δεν το βρήκε πουθενά!Λες και το κατάπιε η γη!Από τη στενοχώρια του,ένιωθε έναν κόμπο στο λαιμό του, την ώρα που γύριζε στο σπίτι σέρνοντας το έλκυθρο. Όλο το βράδυ πήγαινε πέρα-δώθε στενοχωρημένος. Η πρωτοχρονιάτικη πίτα δεν του φάνηκε καθόλου νόστιμη.
?Η μαμά δούλευε όλη τη νύχτα για να μου φτιάξει τα γάντια κι εγώ πήγα και τα έχασα στην πρώτη βόλτα?μονολογούσε και όταν πήγε για ύπνο,στριφογυρνούσε στο κρεβάτι του και δεν μπορούσε να κοιμηθεί.
Και τώρα να δούμε,που είναι το γαντάκι! Έπεσε απο την τσέπη του Τόσα όταν αναποδογύρισε το έλκυθρο και όπως ήταν ελαφρύ, ο αέρας το πήγε πίσω από έναν θάμνο. Όταν όλα τα παιδιά έφυγαν και άδειασε η χιονοτσουλήθρα,απο το κοντινό δασάκι βγήκε ο Λαγουδάκος Μουστακάτος. Με 5-6 πηδήματα ανέβηκε στο λόφο, κοίταξε από ψηλά το χωριό,όπου τα φώτα τρεμόσβηναν σαν αστέρια,που έπεσαν στη γη και αναστέναξε.
?Αυτή τη νύχτα, όλα τα καλά παιδιά θα πάρουν δώρα,μόνο για μένα δεν υπάρχει τίποτα!? και σήκωσε το μπροστινό του ποδαράκι για να σκουπίσει τα μάτια του.Και τότε είδε πάνω στο χιόνι κάτι να κιτρινίζει. “Μήπως είναι αχλάδι;” μονολόγησε και έτρεξε γρήγορα να το πιάσει Φοβισμένος,το έσπρωξε με το ποδαράκι του και το αναποδογύρισε αλλά μόλις είδε το κεντημένο σκυλάκι πήδηξε τρία βήματα πίσω.Τρόμαξε ο καημένος από το σκυλάκι αλλά αυτό δεν κουνιόταν από το γαντάκι.
?Καλό σκυλάκι? είπε σιγανά ο Λαγουδάκος Μουστακάτος.?Θα το πάρω μαζί μου να μου φυλάει το σπίτι?.
Μόλις όμως πλησίασε το γαντάκι και πήγε να το πάρει, πετάχτηκε απ΄ το θάμνο η Αλεπουδίτσα η Κοτοφαγίτσα.
?Μην το αγγίξεις!? φώναξε.
?Γιατί;?ρώτησε, γυρίζοντας ξαφνιασμένος, ο Λαγουδάκος Μουστακάτος.
?Γιατί μόνο σε μένα ταιριάζει το γαντάκι.Πρώτα θα το φορέσω στο ένα πόδι,μετά στο άλλο και μετά στο άλλο…. Υπέροχο γαντάκι!?
?Άντε μωρέ? είπε λοξοκοιτάζοντας ο Λαγουδάκος Μουστακάτος ?φύγε αλλιώς θα θα πω στο σκυλάκι να σου σκίσει τη γούνα σου?.
Η Αλεπουδίτσα Κοτοφαγίτσα θύμωσε και του έδειξε τα δόντια της αλλά ο Λαγουδάκος Μουστακάτος δε φοβήθηκε.
?Κρα,κρα, κρα κλέφτες? φώναξε πετώντας πάνω από το θάμνο ένα κοράκι. ?Αυτό είναι το γαντάκι του Τόσα κι εσείς το κλέψατε!Τώρα θα φωνάξω το Φοβητσιάρη? είπε και πέταξε προς το χωριό.
Τότε από το δάσος ξεπρόβαλε ο Λύκος Λυκάκος.
?Τι κανετε εσείς εδώ;Α!!!! Βρήκατε γαντάκι!!! Θα είναι δικό μου επειδη είμαι το πιο άγριο θηρίο του δάσους. Όποιον το αγγίξει θα τον κατασπαράξω? είπε ο Λύκος Λυκάκος και κροτάλισε τα δόντια του.
?Σας παρακαλώ, είπε φτάνοντας η Σκιουρίτσα Φουντίτσα, πουλήστε μου αυτό το γαντάκι. Σας δίνω δύο βελανίδια.?
?Φύγε απο δω γιατί, με μιά χαψιά μου, δεν θα μείνει ούτε η φουντωτή ουρά σου. Γιατί χώνεις τη μύτη σου;? γρύλισε ο Λύκος Λυκάκος.
Τότε η Σκιουρίτσα Φουντίτσα τσίριξε, η Αλεπουδίτσα Κοτοφαγίτσα γρύλισε, ο Λαγουδάκος Μουστακάτος χοροπήδησε.
Από το δάσος ήρθε ο Αρκούδος Μελοφαγάς.
?Τι είναι αυτή η φασαρία; Γιατί με ξυπνήσατε απο τη χειμερία μου νάρκη;Ποιός απο εσάς προκάλεσε τον καβγά;?
Τα ζώα σώπασαν με κατεβασμένα τα κεφάλια.
Την ίδια στιγμή, απ’το χωριό έφτασε ο Φοβητσίαρης και επειδή δεν είχε ξαναδεί ζώα του δάσους, τα πλησίασε άφοβα.
?Γιατί μαλώνετε;?γάβγισε.
?Για το γαντάκι, απάντησε η Αλεπουδίτσα Κοτοφαγίτσα. Βρήκαμε αυτό το γαντάκι και δεν μπορούμε να το μοιραστούμε.?
Ο πονηρός Φοβητσιάρης κοίταξε το γαντάκι του Τόσα, το αναγνώρισε και είπε:
?Αυτή είναι η ευκολότερη δουλειά.Μπείτε στη σειρά ο ένας δίπλα στον αλλο κοιτάζοντας το λόφο.Μόλις πω ΓΑΒ όλοι θα τρέξετε προς τα πάνω.Όποιος φτάσει πρώτος θα κερδίσει το γαντάκι?.
Τα ζώα μπήκαν στη σειρά.Πρώτος ο Αρκούδος Μελοφαγάς, δίπλα ο Λύκος Λυκάκος, μέτα η Αλεπουδίτσα Κοτοφαγίτσα, δίπλα της ο Λαγουδάκος Μουστακάτος και τελευταία η Σκιουρίτσα Φουντίτσα.
?Γαβ!? γάβγισε ο Φοβητσίαρης και όλοι έτρεξαν προς τα πάνω.
Τότε, ο Φοβητσιάρης άρπαξε το γαντάκι του Τόσα κι έγινε καπνός και εξαφανίστηκε προς το χωριό.
Το επόμενο πρωί,όταν ο Τόσα βγήκε από το σπίτι για να πάει να πει τα κάλαντα, πήδηξε από το σπιτάκι του ο Φοβητσιάρης με το χαμένο γαντάκι στο στόμα.
?Έιιι! Που το βρήκες;? φώναξε χαρούμενα ο Τόσα,άρπαξε το γαντάκι από το στόμα του και για ανταμοιβή έδωσε στο Φοβητσιάρη ένα κομμάτι από την Πρωτοχρονιάτικη πίτα.